- προσδένω
- προσδένω, προσέδεσα βλ. πίν. 1
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
προσδένω — Ν 1. δένω κάτι με κάτι άλλο 2. παθ. προσδένομαι μτφ. γίνομαι υποχείριος κάποιου, υποτάσσομαι σε κάποιον, ακολουθώ δουλικά κάποιον … Dictionary of Greek
προσδένω — πρόσδεσα, προσδέθηκα, προσδεμένος 1. δένω κάτι σε κάτι, εξαρτώ. 2. μτφ., ακολουθώ κάποιον δουλικά: Τα μικρά κράτη προσδένονται στο άρμα των μεγάλων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγκυροδετώ — προσδένω, στερεώνω την άγκυρα με αγκυροδέτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγκυροδέτης. ΠΑΡ. αγκυροδέτηση] … Dictionary of Greek
αείρω — (I) ἀείρω (Α) (επικός, ιωνικός και ποιητικός τύπος αντί αίρω*) σηκώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. πιθανόν να προέρχεται από αρχ. ρ. *α Fερ (πρβλ. τον τύπο αὐειρόμεναι στον Αλκμάνα), όπου το ἀ είναι προθεματικό ή λαρυγγικό φωνήεν. Κατ άλλη άποψη το … Dictionary of Greek
δένω — (AM δῶ, έω Μ και δέννω) Ι. συγκρατώ κάτι τυλίγοντάς το με σκοινί, κλωστή, σύρμα κ.λπ. («τόν έδεσαν χειροπόδαρα» «δήσαντες νηλέϊ δεσμῷ» αφού τόν έδεσαν με άλυτα δεσμά) 2. δένω κάτι από σταθερό σημείο, προσδένω κάτι σε κάτι άλλο («έδεσε τ άλογο… … Dictionary of Greek
αγκυρίζω — (Α ἀγκυρίζω) [ἄγκυρα] νεοελλ. προσδένω άγκιστρο στο άκρο αλυσίδας, γαντζώνω, κοτσάρω αρχ. ρίχνω κάποιον κάτω, καταβάλλω, βάζω τρικλοποδιά … Dictionary of Greek
αγκυροδέτηση — η [αγκυροδετώ] προσδένω στερεά την άγκυρα στη θέση της, για να μη μετατοπίζεται … Dictionary of Greek
ακροδετώ — Ναυτ. προσδένω τις επάνω γωνίες τού ιστίου στα ακροκέραια, «δένω την αμορόζα». [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρόδετος. ΠΑΡ. νεοελλ. ακροδέτηαη] … Dictionary of Greek
ανάπτω — (Α ἀνάπτω) (Ν και ανάβω και ανάφτω και ανάβγω) για νεοελλ. σημασία βλ. ανάβω αρχ. 1. αναρτώ, κρεμώ 2. προσφέρω ως ανάθημα σε ναό, αναθέτω, αφιερώνω 3. δένω, προσδένω, συνδέω 4. αποδίδω, αναφέρω κάτι σε κάποιον, προσάπτω 5. βάζω φωτιά, ανάβω,… … Dictionary of Greek
αναδένω — (Α ἀναδέω*) [ἀναδέω] 1. ξανασυνδέω ή ενώνω τα δύο άκρα κομμένου νήματος 2. δένω κάτι προς τα επάνω, τό υψώνω και τό συγκρατώ δεμένο με ταινία, κλωστή κ.λπ. 3. Ναυτ. προσδένω πλοίο για ρυμούλκηση 4. δένω με μαγικό επίδεσμο 5. προσκολλώ μικρό… … Dictionary of Greek